- επισυναλοιφή
- ἐπισυναλοιφή, ἡ (Α)1. έκθλιψη τού τελικού φωνήεντος σε τέλος στίχου όταν η πρώτη λέξη τού επόμενου στίχου αρχίζει από φωνήεν2. (στη λατινική μετρική) συνίζηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισυναλοιφήν — ἐπισυναλοιφή elision at the close of a verse fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)